- δίαφρος
- διαφρος, ον,A foamy, Gal.19.93.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δίαφρος — δίαφρος, ον (Α) ο γεμάτος αφρό, αφρώδης … Dictionary of Greek
δίαφρος — διαφρος foamy masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάφρων — διαφρος foamy masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αφρός — Η συνάθροιση μικροσκοπικών φυσαλίδων που σχηματίζονται στην επιφάνεια του νερού ή άλλων υγρών, εξαιτίας διαφόρων αιτιών. Είναι μία κολλοειδής αιώρηση ενός αερίου μέσα σε ένα υγρό. Για να σχηματιστεί α. στην επιφάνεια του νερού, για παράδειγμα,… … Dictionary of Greek